Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlàcero–contùso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,laʧerokonˈtuzo] σχισμένος και μωλωπισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |