Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lacertifórme  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [la,ʧɛrtiˈforme]

σαυρόμορφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lacero–contuso lacerto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lacerare (ρ. μτβ.)
lacerarsi (ρ.μ. (αντων.))
lacerazione (θηλ.ουσ)
lacero (επίθ.)
lacero–contuso (επίθ.)
lacertiforme (επίθ.)
lacerto (ουσ αρσ )
lachesi (θηλ.ουσ)
laciniato (επίθ.)
laconicamente (επίρ.)
laconicità (θηλ.ουσ)
laconico (αρσ. επίθ και ουσ)
laconismo (ουσ αρσ )
lacrima (θηλ.ουσ)
lacrimabile (επίθ.)
lacrimale (επίθ.)
lacrimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
lacrimatoio (ουσ αρσ )
lacrimazione (θηλ.ουσ)
lacrimevole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---