Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlacedèmone
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [laʧeˈdɛmone] 1 σπαρτιάτης 2 Λακεδαιμόνιος lacedèmone επίθετο Προσφορά I.P.A.: [laʧeˈdɛmone] σπαρτιάτικος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |