Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lacedèmone  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [laʧeˈdɛmone]

1 σπαρτιάτης
2 Λακεδαιμόνιος

lacedèmone  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [laʧeˈdɛmone]

σπαρτιάτικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  laccolite lacerabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lacchè (ουσ αρσ )
laccia (θηλ.ουσ)
laccio (ουσ αρσ )
lacciolo (ουσ αρσ )
laccolite (θηλ.ουσ)
lacedemone (ουσ αρσ και θηλ.)
lacedemone (επίθ.)
lacerabile (επίθ.)
laceramento (ουσ αρσ )
lacerante (επίθ.)
lacerare (ρ. μτβ.)
lacerarsi (ρ.μ. (αντων.))
lacerazione (θηλ.ουσ)
lacero (επίθ.)
lacero–contuso (επίθ.)
lacertiforme (επίθ.)
lacerto (ουσ αρσ )
lachesi (θηλ.ουσ)
laciniato (επίθ.)
laconicamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---