Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


làccia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlatʧa]

ψάρι Alosa sapidissima


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lacchè laccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

laccare (ρ. μτβ.)
laccato (επίθ.)
laccatore (ουσ αρσ )
laccatura (θηλ.ουσ)
lacchè (ουσ αρσ )
laccia (θηλ.ουσ)
laccio (ουσ αρσ )
lacciolo (ουσ αρσ )
laccolite (θηλ.ουσ)
lacedemone (ουσ αρσ και θηλ.)
lacedemone (επίθ.)
lacerabile (επίθ.)
laceramento (ουσ αρσ )
lacerante (επίθ.)
lacerare (ρ. μτβ.)
lacerarsi (ρ.μ. (αντων.))
lacerazione (θηλ.ουσ)
lacero (επίθ.)
lacero–contuso (επίθ.)
lacertiforme (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---