Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


laboratòrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [laboraˈtɔrjo]

το εργσστήριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  labirinto laboratorista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

labiopalatale (θηλ. επίθ και ουσ)
labiovelare (θηλ. επίθ και ουσ)
labirintico (αρσ. επίθ και ουσ)
labirintite (θηλ.ουσ)
labirinto (ουσ αρσ )
laboratorio (ουσ αρσ )
laboratorista (ουσ αρσ και θηλ.)
laboriosamente (επίρ.)
laboriosità (θηλ.ουσ)
laborioso (επίθ.)
labradorite (θηλ.ουσ)
labro (ουσ αρσ )
laburista (ουσ αρσ και θηλ.)
laburista (επίθ.)
laburistico (επίθ.)
laburno (ουσ αρσ )
lacca (θηλ.ουσ)
laccamuffa (θηλ.ουσ)
laccare (ρ. μτβ.)
laccato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---