Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

isòtero (επίθ.) ispezióne (θηλ.ουσ)
isotònico (επίθ.) ispidézza (θηλ.ουσ)
isotopìa (θηλ.ουσ) ìspido (επίθ.)
isòtopo (ουσ αρσ ) ispiràre (ρ. μτβ.)
isotropìa (θηλ.ουσ) ispirarsi (ρ.μ. (αντων.))
isotròpico (επίθ.) ispiràto (επίθ.)
isòtropo (επίθ.) ispiratóre (ουσ αρσ )
Isòtta (κύρ.όν. θηλ.) ispiratóre (επίθ.)
ispànico (επίθ.) ispirazióne (θηλ.ουσ)
ispanìsmo (ουσ αρσ ) israèle (ουσ αρσ )
ispanìsta (ουσ αρσ και θηλ.) israeliàno (ουσ αρσ )
ispanità (θηλ.ουσ) israeliàno (επίθ.)
ispanizzàre (ρ. μτβ.) israelìta (ουσ αρσ )
ispanizzazióne (θηλ.ουσ) israelìta (θηλ.ουσ)
ispàno (αρσ. επίθ και ουσ) israelìtico (επίθ.)
ispàno–americàno (αρσ. επίθ και ουσ) ìssa (επιφ.)
ispàno–morésco (επίθ.) issàre (ρ. μτβ.)
ispessiménto (ουσ αρσ ) issarsi (ρ.μ. (αντων.))
ispessìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) issòpo (ουσ αρσ )
ispessirsi (ρ.μ. (αντων.)) istallàre (ρ. μτβ.)
ispettìvo (επίθ.) istamìna (θηλ.ουσ)
ispettoràto (ουσ αρσ ) istamìnico (επίθ.)
ispettóre (ουσ αρσ ) istantànea (θηλ.ουσ)
ispettrìce (θηλ.ουσ) istantaneaménte (επίρ.)
ispezionàre (ρ. μτβ.) istantaneità (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: