Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ìspido  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈispido]

1 αγκαθερός
2 επιθετικός
3 αγκαθωτός
4 μαλλιαρός
5 αγροίκος
6 ανυπότακτος
7 δυσάγωγος
8 ατίθασος
9 δασύτριχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ispidezza ispirare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ispettore (ουσ αρσ )
ispettrice (θηλ.ουσ)
ispezionare (ρ. μτβ.)
ispezione (θηλ.ουσ)
ispidezza (θηλ.ουσ)
ispido (επίθ.)
ispirare (ρ. μτβ.)
ispirarsi (ρ.μ. (αντων.))
ispirato (επίθ.)
ispiratore (ουσ αρσ )
ispiratore (επίθ.)
ispirazione (θηλ.ουσ)
israele (ουσ αρσ )
israeliano (ουσ αρσ )
israeliano (επίθ.)
israelita (ουσ αρσ )
israelita (θηλ.ουσ)
israelitico (επίθ.)
issa (επιφ.)
issare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---