Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόispiràto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ispiˈrato] 1 ενσταλαγμένος 2 μεγαλόπνευστος 3 εμπνευσμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |