Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ispidézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ispiˈdettsa]

1 απείθεια
2 ιδιότητα του δασύτριχου
3 ιδιότητα του αγκαθερού
4 ανυποταξία
5 απειθαρχία
6 ανυπακοή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ispezione ispido  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ispettorato (ουσ αρσ )
ispettore (ουσ αρσ )
ispettrice (θηλ.ουσ)
ispezionare (ρ. μτβ.)
ispezione (θηλ.ουσ)
ispidezza (θηλ.ουσ)
ispido (επίθ.)
ispirare (ρ. μτβ.)
ispirarsi (ρ.μ. (αντων.))
ispirato (επίθ.)
ispiratore (ουσ αρσ )
ispiratore (επίθ.)
ispirazione (θηλ.ουσ)
israele (ουσ αρσ )
israeliano (ουσ αρσ )
israeliano (επίθ.)
israelita (ουσ αρσ )
israelita (θηλ.ουσ)
israelitico (επίθ.)
issa (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---