Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ispiràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ispiˈrare]

εμπνέω

ispirarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ispiˈrarsi]

εμπνέομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ispido ispirato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ispettrice (θηλ.ουσ)
ispezionare (ρ. μτβ.)
ispezione (θηλ.ουσ)
ispidezza (θηλ.ουσ)
ispido (επίθ.)
ispirare (ρ. μτβ.)
ispirarsi (ρ.μ. (αντων.))
ispirato (επίθ.)
ispiratore (ουσ αρσ )
ispiratore (επίθ.)
ispirazione (θηλ.ουσ)
israele (ουσ αρσ )
israeliano (ουσ αρσ )
israeliano (επίθ.)
israelita (ουσ αρσ )
israelita (θηλ.ουσ)
israelitico (επίθ.)
issa (επιφ.)
issare (ρ. μτβ.)
issarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---