Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόisraelìta
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [izraeˈlita] 1 Ισραηλίτης 2 Εβραίος israelìta ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [izraeˈlita] 1 Εβραία 2 Ισραηλίτισσα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |