Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


istànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [isˈtante]

η στιγμή

istànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [isˈtante]

αυτός που ζητά αναψηλάφηση δίκης ή που κάνει έφεση κλπ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  istantaneo istanza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

istaminico (επίθ.)
istantanea (θηλ.ουσ)
istantaneamente (επίρ.)
istantaneità (θηλ.ουσ)
istantaneo (επίθ.)
istante (ουσ αρσ )
istante (επίθ.)
istanza (θηλ.ουσ)
istaurare (ρ. μτβ.)
isterectomia (θηλ.ουσ)
isteresi (θηλ.ουσ)
isteria (θηλ.ουσ)
isterico (ουσ αρσ )
isterico (επίθ.)
isterilimento (ουσ αρσ )
isterilire (ρ.αμτβ.)
isterilire (ρ. μτβ.)
isterilirsi (ρ.μ. (αντων.))
isterismo (ουσ αρσ )
isterotomia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---