Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόistànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [isˈtante] η στιγμή istànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [isˈtante] αυτός που ζητά αναψηλάφηση δίκης ή που κάνει έφεση κλπ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |