Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


isterìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [isteˈria]

υστερία (χρησιμοποίησε καλύτερα το isterismo)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  isteresi isterico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

istante (επίθ.)
istanza (θηλ.ουσ)
istaurare (ρ. μτβ.)
isterectomia (θηλ.ουσ)
isteresi (θηλ.ουσ)
isteria (θηλ.ουσ)
isterico (ουσ αρσ )
isterico (επίθ.)
isterilimento (ουσ αρσ )
isterilire (ρ.αμτβ.)
isterilire (ρ. μτβ.)
isterilirsi (ρ.μ. (αντων.))
isterismo (ουσ αρσ )
isterotomia (θηλ.ουσ)
istigamento (ουσ αρσ )
istigare (ρ. μτβ.)
istigatore (αρσ. επίθ και ουσ)
istigazione (θηλ.ουσ)
istillare (ρ. μτβ.)
istintivamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---