Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ìssa  
επιφώνημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈissa]

1 όπα!
2 βίρα !
3 ίσα!


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  israelitico issare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

israeliano (ουσ αρσ )
israeliano (επίθ.)
israelita (ουσ αρσ )
israelita (θηλ.ουσ)
israelitico (επίθ.)
issa (επιφ.)
issare (ρ. μτβ.)
issarsi (ρ.μ. (αντων.))
issopo (ουσ αρσ )
istallare (ρ. μτβ.)
istamina (θηλ.ουσ)
istaminico (επίθ.)
istantanea (θηλ.ουσ)
istantaneamente (επίρ.)
istantaneità (θηλ.ουσ)
istantaneo (επίθ.)
istante (ουσ αρσ )
istante (επίθ.)
istanza (θηλ.ουσ)
istaurare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---