Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


issàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [isˈsare]

1 υψώνω
2 σηκώνω
3 ανεβάζω

issarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [isˈsarsi]

1 ανεβαίνω
2 υψώνομαι
3 σηκώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  issa issopo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

israeliano (επίθ.)
israelita (ουσ αρσ )
israelita (θηλ.ουσ)
israelitico (επίθ.)
issa (επιφ.)
issare (ρ. μτβ.)
issarsi (ρ.μ. (αντων.))
issopo (ουσ αρσ )
istallare (ρ. μτβ.)
istamina (θηλ.ουσ)
istaminico (επίθ.)
istantanea (θηλ.ουσ)
istantaneamente (επίρ.)
istantaneità (θηλ.ουσ)
istantaneo (επίθ.)
istante (ουσ αρσ )
istante (επίθ.)
istanza (θηλ.ουσ)
istaurare (ρ. μτβ.)
isterectomia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---