Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


israeliàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [izraeˈljano]

ο Ισραηλινός (-ή)

israeliàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [izraeˈljano]

ισραηλιτικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  israele israelita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ispirato (επίθ.)
ispiratore (ουσ αρσ )
ispiratore (επίθ.)
ispirazione (θηλ.ουσ)
israele (ουσ αρσ )
israeliano (ουσ αρσ )
israeliano (επίθ.)
israelita (ουσ αρσ )
israelita (θηλ.ουσ)
israelitico (επίθ.)
issa (επιφ.)
issare (ρ. μτβ.)
issarsi (ρ.μ. (αντων.))
issopo (ουσ αρσ )
istallare (ρ. μτβ.)
istamina (θηλ.ουσ)
istaminico (επίθ.)
istantanea (θηλ.ουσ)
istantaneamente (επίρ.)
istantaneità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---