Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ispezionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ispettsjoˈnare]

1 επισκοπώ
2 περιεργάζομαι
3 εξετάζω
4 επιθεωρώ
5 ελέγχω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ispettrice ispezione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ispessirsi (ρ.μ. (αντων.))
ispettivo (επίθ.)
ispettorato (ουσ αρσ )
ispettore (ουσ αρσ )
ispettrice (θηλ.ουσ)
ispezionare (ρ. μτβ.)
ispezione (θηλ.ουσ)
ispidezza (θηλ.ουσ)
ispido (επίθ.)
ispirare (ρ. μτβ.)
ispirarsi (ρ.μ. (αντων.))
ispirato (επίθ.)
ispiratore (ουσ αρσ )
ispiratore (επίθ.)
ispirazione (θηλ.ουσ)
israele (ουσ αρσ )
israeliano (ουσ αρσ )
israeliano (επίθ.)
israelita (ουσ αρσ )
israelita (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---