Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόispessiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ispessiˈmento] 1 αντικείμενο που πύκνωσε 2 πύκνωση 3 πήξιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |