Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ispessiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ispessiˈmento]

1 αντικείμενο που πύκνωσε
2 πύκνωση
3 πήξιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ispano–moresco ispessire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ispanizzare (ρ. μτβ.)
ispanizzazione (θηλ.ουσ)
ispano (αρσ. επίθ και ουσ)
ispano–americano (αρσ. επίθ και ουσ)
ispano–moresco (επίθ.)
ispessimento (ουσ αρσ )
ispessire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ispessirsi (ρ.μ. (αντων.))
ispettivo (επίθ.)
ispettorato (ουσ αρσ )
ispettore (ουσ αρσ )
ispettrice (θηλ.ουσ)
ispezionare (ρ. μτβ.)
ispezione (θηλ.ουσ)
ispidezza (θηλ.ουσ)
ispido (επίθ.)
ispirare (ρ. μτβ.)
ispirarsi (ρ.μ. (αντων.))
ispirato (επίθ.)
ispiratore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---