Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

glossògrafo (ουσ αρσ ) gnòmico (επίθ.)
glòttide (θηλ.ουσ) gnòmo (ουσ αρσ )
glottologìa (θηλ.ουσ) gnomologìa (θηλ.ουσ)
glottològico (επίθ.) gnomóne (ουσ αρσ )
glottòlogo (ουσ αρσ ) gnomònica (θηλ.ουσ)
glucìnio (ουσ αρσ ) gnoseologìa (θηλ.ουσ)
glucosìde (ουσ αρσ ) gnoseològico (επίθ.)
glucòsio (ουσ αρσ ) gnòsi (θηλ.ουσ)
glùma (θηλ.ουσ) gnosticìsmo (ουσ αρσ )
glumèlla (θηλ.ουσ) gnòstico (αρσ. επίθ και ουσ)
glumétta (θηλ.ουσ) gnu (ουσ αρσ )
glutammàto (ουσ αρσ ) gòbba (θηλ.ουσ)
glutàmmico (επίθ.) gòbbo (ουσ αρσ )
glutammìna (θηλ.ουσ) gòbbo (επίθ.)
glùteo (ουσ αρσ ) gobióne (ουσ αρσ )
glùteo (επίθ.) góccia (θηλ.ουσ)
glutinàto (επίθ.) gocciàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
glùtine (ουσ αρσ ) góccio (ουσ αρσ )
glutinosità (θηλ.ουσ) gócciola (θηλ.ουσ)
glutinóso (επίθ.) gocciolaménto (ουσ αρσ )
gnaulàre (ρ.αμτβ.) gocciolàre (ρ.αμτβ.)
gnèis (ουσ αρσ ) gocciolatóio (ουσ αρσ )
gnèiss (ουσ αρσ ) gocciolìo (ουσ αρσ )
gnòcco (ουσ αρσ ) gócciolo (ουσ αρσ )
gnòme (θηλ.ουσ) godére (ρ.αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: