Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gattabùia (θηλ.ουσ) gavétta (θηλ.ουσ)
gattaiòla (θηλ.ουσ) gaviàle (ουσ αρσ )
gattamòrta (θηλ.ουσ) gavìna (θηλ.ουσ)
gatteggiaménto (ουσ αρσ ) gavitèllo (ουσ αρσ )
gatteggiàre (ρ.αμτβ.) gavóne (ουσ αρσ )
gattésco (επίθ.) gavòtta (θηλ.ουσ)
gàttice (ουσ αρσ ) gàzza (θηλ.ουσ)
gattìna (θηλ.ουσ) gazzàrra (θηλ.ουσ)
gattìno (ουσ αρσ ) gazzèlla (θηλ.ουσ)
gàtto (ουσ αρσ ) gazzétta (θηλ.ουσ)
gattò (ουσ αρσ ) gazzettière (ουσ αρσ )
gattomammóne (ουσ αρσ ) gazzettìno (ουσ αρσ )
gattonàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) gazzósa (θηλ.ουσ)
gattóni (επίρ.) gèco (ουσ αρσ )
gattopàrdo (ουσ αρσ ) geènna (θηλ.ουσ)
gattùccio (ουσ αρσ ) gèisha (θηλ.ουσ)
gauchismo (ουσ αρσ ) gèl (ουσ αρσ )
gauchiste (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) gelàre (ρ.αμτβ.)
gaucho (ουσ αρσ ) gelàta (θηλ.ουσ)
gaudènte (ουσ αρσ και θηλ.) gelatàio (ουσ αρσ )
gaudènte (επίθ.) gelaterìa (θηλ.ουσ)
gàudio (ουσ αρσ ) gelatièra (θηλ.ουσ)
gaudióso (επίθ.) gelatìna (θηλ.ουσ)
gàuss (ουσ αρσ ) gelatinizzàre (ρ. μτβ.)
gavazzàre (ρ.αμτβ.) gelatinizzarsi (ρ.μ. (αντων.))

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: