Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eccèsso (ουσ αρσ ) eccitatóre (επίθ.)
eccètera (επίρ.) eccitazióne (θηλ.ουσ)
eccètto (πρόθ.) ecclesiàle (επίθ.)
eccettuàbile (επίθ.) ecclesiàste (ουσ αρσ )
eccettuàre (ρ. μτβ.) ecclesiàstico (ουσ αρσ )
eccettuatìvo (επίθ.) ecclesiàstico (επίθ.)
eccettuàto (επίθ.) ecclesiologìa (θηλ.ουσ)
eccezionàle (επίθ.) ecclesiòlogo (ουσ αρσ )
eccezionalità (θηλ.ουσ) ecclìmetro (ουσ αρσ )
eccezionalménte (επίρ.) ècco (επίρ.)
eccezióne (θηλ.ουσ) eccóme (επίρ.)
ecchìmosi, ecchimòsi (θηλ.ουσ) ecdèmico (επίθ.)
ecchimòtico (επίθ.) echeggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
eccì (ονοματ.) echìdna (θηλ.ουσ)
eccìdio (ουσ αρσ ) echìno (ουσ αρσ )
eccipiènte (επίθ.) echinocòcco (ουσ αρσ )
eccitàbile (επίθ.) echinococcòsi (θηλ.ουσ)
eccitabilità (θηλ.ουσ) echinodèrmi (ουσ αρσ πληθ.)
eccitaménto (ουσ αρσ ) eclampsìa (θηλ.ουσ)
eccitànte (επίθ.) ecletticìsmo (ουσ αρσ )
eccitàre (ρ. μτβ.) eclèttico (αρσ. επίθ και ουσ)
eccitàrsi (ρ. μ. αμτβ.) eclettìsmo (ουσ αρσ )
eccitatìvo (επίθ.) eclissàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
eccitàto (επίθ.) eclissarsi (ρ.μ. (αντων.))
eccitatóre (ουσ αρσ ) eclìssi (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: