Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eccitàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [etʧiˈtare]

ερεθίζω

eccitàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [etʧiˈtarsi]

1 ερεθίζομαι ευχάριστα
2 διεγείρομαι
3 ερεθίζομαι
4 εξάπτομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eccitante eccitativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eccipiente (επίθ.)
eccitabile (επίθ.)
eccitabilità (θηλ.ουσ)
eccitamento (ουσ αρσ )
eccitante (επίθ.)
eccitare (ρ. μτβ.)
eccitarsi (ρ. μ. αμτβ.)
eccitativo (επίθ.)
eccitato (επίθ.)
eccitatore (ουσ αρσ )
eccitatore (επίθ.)
eccitazione (θηλ.ουσ)
ecclesiale (επίθ.)
ecclesiaste (ουσ αρσ )
ecclesiastico (ουσ αρσ )
ecclesiastico (επίθ.)
ecclesiologia (θηλ.ουσ)
ecclesiologo (ουσ αρσ )
ecclimetro (ουσ αρσ )
ecco (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---