eccitaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [etʧitaˈmento]
1 κόρωμα
2 άψη
3 διέγερση
4 παρακίνηση
5 έξαψη
6 υπερδιέγερση
7 παροξυσμός
8 παραφορά
9 κέντρισμα
10 ερεθισμός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [etʧitaˈmento]
1 κόρωμα
2 άψη
3 διέγερση
4 παρακίνηση
5 έξαψη
6 υπερδιέγερση
7 παροξυσμός
8 παραφορά
9 κέντρισμα
10 ερεθισμός
permalink
eccitamento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android