Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eccitaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [etʧitaˈmento]

1 κόρωμα
2 άψη
3 διέγερση
4 παρακίνηση
5 έξαψη
6 υπερδιέγερση
7 παροξυσμός
8 παραφορά
9 κέντρισμα
10 ερεθισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eccitabilità eccitante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eccì (ονοματ.)
eccidio (ουσ αρσ )
eccipiente (επίθ.)
eccitabile (επίθ.)
eccitabilità (θηλ.ουσ)
eccitamento (ουσ αρσ )
eccitante (επίθ.)
eccitare (ρ. μτβ.)
eccitarsi (ρ. μ. αμτβ.)
eccitativo (επίθ.)
eccitato (επίθ.)
eccitatore (ουσ αρσ )
eccitatore (επίθ.)
eccitazione (θηλ.ουσ)
ecclesiale (επίθ.)
ecclesiaste (ουσ αρσ )
ecclesiastico (ουσ αρσ )
ecclesiastico (επίθ.)
ecclesiologia (θηλ.ουσ)
ecclesiologo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---