Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόeccitaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [etʧitaˈmento] 1 κόρωμα 2 άψη 3 διέγερση 4 παρακίνηση 5 έξαψη 6 υπερδιέγερση 7 παροξυσμός 8 παραφορά 9 κέντρισμα 10 ερεθισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |