ItalianoGreco


eccìdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [etˈʧidjo]

1 αιματοκύλισμα
2 αιματοχυσία
3 μακελειό
4 μαζική σφαγή
5 σφαγιασμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---