Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόecchìmosi, ecchimòsi
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ekˈkimozi], [ekkiˈmɔzi] 1 εκχύμωση 2 μώλωπας 3 διαρροή αίματος από σπάσιμο αγγείων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |