Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ecchìmosi, ecchimòsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ekˈkimozi], [ekkiˈmɔzi]

1 εκχύμωση
2 μώλωπας
3 διαρροή αίματος από σπάσιμο αγγείων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eccezione ecchimotico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eccettuato (επίθ.)
eccezionale (επίθ.)
eccezionalità (θηλ.ουσ)
eccezionalmente (επίρ.)
eccezione (θηλ.ουσ)
ecchimosi (θηλ.ουσ)
ecchimotico (επίθ.)
eccì (ονοματ.)
eccidio (ουσ αρσ )
eccipiente (επίθ.)
eccitabile (επίθ.)
eccitabilità (θηλ.ουσ)
eccitamento (ουσ αρσ )
eccitante (επίθ.)
eccitare (ρ. μτβ.)
eccitarsi (ρ. μ. αμτβ.)
eccitativo (επίθ.)
eccitato (επίθ.)
eccitatore (ουσ αρσ )
eccitatore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---