Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόeccitatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [etʧitaˈtore] 1 διεγερτικό 2 διεγέρτης 3 δυναμό διέγερσης eccitatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [etʧitaˈtore] διεγερτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |