Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eccitatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [etʧitaˈtore]

1 διεγερτικό
2 διεγέρτης
3 δυναμό διέγερσης

eccitatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [etʧitaˈtore]

διεγερτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eccitato eccitazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eccitante (επίθ.)
eccitare (ρ. μτβ.)
eccitarsi (ρ. μ. αμτβ.)
eccitativo (επίθ.)
eccitato (επίθ.)
eccitatore (ουσ αρσ )
eccitatore (επίθ.)
eccitazione (θηλ.ουσ)
ecclesiale (επίθ.)
ecclesiaste (ουσ αρσ )
ecclesiastico (ουσ αρσ )
ecclesiastico (επίθ.)
ecclesiologia (θηλ.ουσ)
ecclesiologo (ουσ αρσ )
ecclimetro (ουσ αρσ )
ecco (επίρ.)
eccome (επίρ.)
ecdemico (επίθ.)
echeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
echidna (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---