Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόecclesiàstico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ekkleˈzjastiko] 1 κληρικός 2 ιερέας ecclesiàstico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ekkleˈzjastiko] εκκλησιαστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |