Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ecdèmico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ekˈdɛmiko]

1 αυτός που έχει ξένη καταγωγή
2 εκδημικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eccome echeggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ecclesiologia (θηλ.ουσ)
ecclesiologo (ουσ αρσ )
ecclimetro (ουσ αρσ )
ecco (επίρ.)
eccome (επίρ.)
ecdemico (επίθ.)
echeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
echidna (θηλ.ουσ)
echino (ουσ αρσ )
echinococco (ουσ αρσ )
echinococcosi (θηλ.ουσ)
echinodermi (ουσ αρσ πληθ.)
eclampsia (θηλ.ουσ)
ecletticismo (ουσ αρσ )
eclettico (αρσ. επίθ και ουσ)
eclettismo (ουσ αρσ )
eclissare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
eclissarsi (ρ.μ. (αντων.))
eclissi (θηλ.ουσ)
eclittica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---