Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόecdèmico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ekˈdɛmiko] 1 αυτός που έχει ξένη καταγωγή 2 εκδημικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |