Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eclettìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ekletˈtizmo]

εκλεκτικισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eclettico eclissare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

echinococcosi (θηλ.ουσ)
echinodermi (ουσ αρσ πληθ.)
eclampsia (θηλ.ουσ)
ecletticismo (ουσ αρσ )
eclettico (αρσ. επίθ και ουσ)
eclettismo (ουσ αρσ )
eclissare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
eclissarsi (ρ.μ. (αντων.))
eclissi (θηλ.ουσ)
eclittica (θηλ.ουσ)
eclittico (επίθ.)
eco (ουσ αρσ και θηλ.)
ecocatastrofe (θηλ.ουσ)
ecocidio (ουσ αρσ )
ecogoniometro (ουσ αρσ )
ecografia (θηλ.ουσ)
ecolalia (θηλ.ουσ)
ecologia (θηλ.ουσ)
ecologico (επίθ.)
ecologo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---