Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


èco  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛko]

η ηχώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eclittico ecocatastrofe  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eclissare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
eclissarsi (ρ.μ. (αντων.))
eclissi (θηλ.ουσ)
eclittica (θηλ.ουσ)
eclittico (επίθ.)
eco (ουσ αρσ και θηλ.)
ecocatastrofe (θηλ.ουσ)
ecocidio (ουσ αρσ )
ecogoniometro (ουσ αρσ )
ecografia (θηλ.ουσ)
ecolalia (θηλ.ουσ)
ecologia (θηλ.ουσ)
ecologico (επίθ.)
ecologo (ουσ αρσ )
ecometro (ουσ αρσ )
economato (ουσ αρσ )
econometria (θηλ.ουσ)
econometrico (αρσ. επίθ και ουσ)
econometrista (ουσ αρσ και θηλ.)
economia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---