Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


economàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ekonoˈmato]

1 υπευθυνότητα διαχείρισης
2 καθήκον τροφοδοσίας πλοίου (κλπ)
3 αξίωμα τροφοδότη
4 αξίωμα ταμία (κολεγίου ή πανεπιστημίου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ecometro econometria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ecolalia (θηλ.ουσ)
ecologia (θηλ.ουσ)
ecologico (επίθ.)
ecologo (ουσ αρσ )
ecometro (ουσ αρσ )
economato (ουσ αρσ )
econometria (θηλ.ουσ)
econometrico (αρσ. επίθ και ουσ)
econometrista (ουσ αρσ και θηλ.)
economia (θηλ.ουσ)
economicamente (επίρ.)
economicismo (ουσ αρσ )
economicità (θηλ.ουσ)
economico (επίθ.)
economista (ουσ αρσ και θηλ.)
economizzare (ρ.αμτβ.)
economizzare (ρ. μτβ.)
economizzatore (ουσ αρσ )
economo (ουσ αρσ )
economo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---