Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ecologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ekoloˈʤia]

οικολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ecolalia ecologico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ecocatastrofe (θηλ.ουσ)
ecocidio (ουσ αρσ )
ecogoniometro (ουσ αρσ )
ecografia (θηλ.ουσ)
ecolalia (θηλ.ουσ)
ecologia (θηλ.ουσ)
ecologico (επίθ.)
ecologo (ουσ αρσ )
ecometro (ουσ αρσ )
economato (ουσ αρσ )
econometria (θηλ.ουσ)
econometrico (αρσ. επίθ και ουσ)
econometrista (ουσ αρσ και θηλ.)
economia (θηλ.ουσ)
economicamente (επίρ.)
economicismo (ουσ αρσ )
economicità (θηλ.ουσ)
economico (επίθ.)
economista (ουσ αρσ και θηλ.)
economizzare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---