ItalianoGreco


eclissàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [eklisˈsare]

1 επισκοτίζω
2 σκιάζω
3 υπερτερώ
4 αμαυρώνω
5 δημιουργώ ή κάνω έκλειψη
6 επισκιάζω
7 ρίχνω σκοτάδι λόγω έκλειψης

eclissarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [eklisˈsarsi]

1 οπισθοχωρώ
2 παραιτούμαι
3 εξαφανίζομαι
4 σπανίζω
5 αμαυρώνομαι
6 επισκοτίζομαι
7 επισκιάζομαι
8 υφίσταμαι έκλειψη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---