Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


eccèsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [etˈʧɛsso]

η υπερβολή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eccessivo eccetera  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


eccesso [αρσ.] di velocità = η υπέρβαση ταχύτητα || (βάρος, κτλ.) in eccesso = (peso, ecc.) το πλεόνασμα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eccepibile (επίθ.)
eccepire (ρ. μτβ.)
eccessivamente (επίρ.)
eccessività (θηλ.ουσ)
eccessivo (επίθ.)
eccesso (ουσ αρσ )
eccetera (επίρ.)
eccetto (πρόθ.)
eccettuabile (επίθ.)
eccettuare (ρ. μτβ.)
eccettuativo (επίθ.)
eccettuato (επίθ.)
eccezionale (επίθ.)
eccezionalità (θηλ.ουσ)
eccezionalmente (επίρ.)
eccezione (θηλ.ουσ)
ecchimosi (θηλ.ουσ)
ecchimotico (επίθ.)
eccì (ονοματ.)
eccidio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---