Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόeccèsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [etˈʧɛsso] η υπερβολή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαeccesso [αρσ.] di velocità = η υπέρβαση ταχύτητα || (βάρος, κτλ.) in eccesso = (peso, ecc.) το πλεόνασμα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |