Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dicròico (επίθ.) dielèttrico (ουσ αρσ )
dicroìsmo (ουσ αρσ ) dielèttrico (επίθ.)
dicromàtico (επίθ.) diencèfalo (ουσ αρσ )
dicromatìsmo (ουσ αρσ ) dièresi (θηλ.ουσ)
dicrotìsmo (ουσ αρσ ) diesel (ουσ αρσ )
dìcroto (επίθ.) dièsis (ουσ αρσ )
dictàfono (ουσ αρσ ) dièta (θηλ.ουσ)
didascalìa (θηλ.ουσ) dietètica (θηλ.ουσ)
didascàlico (αρσ. επίθ και ουσ) dietètico (επίθ.)
didàtta (ουσ αρσ και θηλ.) diètimo (ουσ αρσ )
didàttica (θηλ.ουσ) dietìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
didàttico (αρσ. επίθ και ουσ) dietòlogo (ουσ αρσ )
didattìsmo (ουσ αρσ ) dietoterapìa (θηλ.ουσ)
didéntro (ουσ αρσ ) diètro (ουσ αρσ )
didéntro (επίρ.) diètro (επίθ.)
didiètro (ουσ αρσ ) diètro (πρόθ.)
didiètro (επίρ.) diètro (επίρ.)
dìdimo (ουσ αρσ ) dietrofront (ουσ αρσ )
dìdimo (επίθ.) dietrologìa (θηλ.ουσ)
dièci (αρσ. επίθ και ουσ) difàtti (σύνδ.)
diecimìla ( απόλ. αριθμ. επίθ.) difèndere (ρ. μτβ.)
diecimillèsimo (τακτ. αριθμ. επίθ.) difendersi (ρ.μ. (αντων.))
diecìna (θηλ.ουσ) difendìbile (επίθ.)
dièdro (ουσ αρσ ) difensìva (θηλ.ουσ)
dielettricità (θηλ.ουσ) difensìvo (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: