Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdicrotìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dikroˈtizmo] δικροτισμός (διπλός παλμός σε κάθε καρδιακό παλμό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |