Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dictàfono  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dikˈtafono]

μαγνητόφωνο υπαγόρευσης (χρησιμοποίησε καλύτερα το dittafono)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dicroto didascalia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dicroismo (ουσ αρσ )
dicromatico (επίθ.)
dicromatismo (ουσ αρσ )
dicrotismo (ουσ αρσ )
dicroto (επίθ.)
dictafono (ουσ αρσ )
didascalia (θηλ.ουσ)
didascalico (αρσ. επίθ και ουσ)
didatta (ουσ αρσ και θηλ.)
didattica (θηλ.ουσ)
didattico (αρσ. επίθ και ουσ)
didattismo (ουσ αρσ )
didentro (ουσ αρσ )
didentro (επίρ.)
didietro (ουσ αρσ )
didietro (επίρ.)
didimo (ουσ αρσ )
didimo (επίθ.)
dieci (αρσ. επίθ και ουσ)
diecimila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---