Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdìdimo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈdidimo] αστερισμός των διδύμων dìdimo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈdidimo] δίδυμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |