Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dièdro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈɛdro]

δίεδρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diecina dielettricità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

didimo (επίθ.)
dieci (αρσ. επίθ και ουσ)
diecimila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
diecimillesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
diecina (θηλ.ουσ)
diedro (ουσ αρσ )
dielettricità (θηλ.ουσ)
dielettrico (ουσ αρσ )
dielettrico (επίθ.)
diencefalo (ουσ αρσ )
dieresi (θηλ.ουσ)
diesel (ουσ αρσ )
diesis (ουσ αρσ )
dieta (θηλ.ουσ)
dietetica (θηλ.ουσ)
dietetico (επίθ.)
dietimo (ουσ αρσ )
dietista (ουσ αρσ και θηλ.)
dietologo (ουσ αρσ )
dietoterapia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---