Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dièta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdjɛta]

η δίαιτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diesis dietetica  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere a dieta = κάνω δίαιτα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dielettrico (επίθ.)
diencefalo (ουσ αρσ )
dieresi (θηλ.ουσ)
diesel (ουσ αρσ )
diesis (ουσ αρσ )
dieta (θηλ.ουσ)
dietetica (θηλ.ουσ)
dietetico (επίθ.)
dietimo (ουσ αρσ )
dietista (ουσ αρσ και θηλ.)
dietologo (ουσ αρσ )
dietoterapia (θηλ.ουσ)
dietro (ουσ αρσ )
dietro (επίθ.)
dietro (πρόθ.)
dietro (επίρ.)
dietrofront (ουσ αρσ )
dietrologia (θηλ.ουσ)
difatti (σύνδ.)
difendere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---