Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdietrofront
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [djetroloˈfront] 1 στροφή 180 μοιρών 2 αλλαγή πλεύσεως 180 μοιρών 3 μεταβολή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |