Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdifettìvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [difetˈtivo] 1 μειονέκτημα 2 κουσούρι 3 ατέλεια 4 σφάλμα 5 μειονεξία 6 ψεγάδι 7 αδυναμία 8 στέρηση 9 έλλειψη 10 ελάττωμα 11 ανάγκη 12 κακιά συνήθεια 13 ανεπάρκεια 14 έλλειμμα difettìvo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [difetˈtivo] 1 ατελειοποίητος 2 λαθεμένος 3 μισερός 4 λειψός 5 ατελής 6 ελαττωματικός 7 ελλιπής 8 μειονεκτικός 9 πλημμελής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |