ItalianoGreco


difettosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [difettoziˈta]

1 ελάττωμα
2 κουσούρι
3 ελαττωματικότητα
4 ατέλεια
5 μειονεκτικότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---