Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


difettàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [difetˈtare]

1 στερούμαι
2 έχω ή παρουσιάζω έλλειψη
3 είμαι ελαττωματικός
4 έχω ανάγκη
5 έχω έλλειψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  difeso difettivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

difensivo (επίθ.)
difensore (ουσ αρσ )
difensore (επίθ.)
difesa (θηλ.ουσ)
difeso (επίθ.)
difettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
difettivo (ουσ αρσ )
difettivo (επίθ.)
difetto (ουσ αρσ )
difettosità (θηλ.ουσ)
difettoso (επίθ.)
diffalcare (ρ. μτβ.)
diffamare (ρ. μτβ.)
diffamatore (ουσ αρσ )
diffamatorio (επίθ.)
diffamazione (θηλ.ουσ)
differente (επίθ.)
differentemente (επίρ.)
differenza (θηλ.ουσ)
differenziabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---