Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diffamatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diffamaˈtore]

1 ψιθυριστής
2 κατάλαλος
3 σπερμολόγος
4 καταλαλητής
5 κακολόγος
6 συκοφάντης
7 διαβολέας
8 λασπολόγος
9 λιβελογράφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diffamare diffamatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

difetto (ουσ αρσ )
difettosità (θηλ.ουσ)
difettoso (επίθ.)
diffalcare (ρ. μτβ.)
diffamare (ρ. μτβ.)
diffamatore (ουσ αρσ )
diffamatorio (επίθ.)
diffamazione (θηλ.ουσ)
differente (επίθ.)
differentemente (επίρ.)
differenza (θηλ.ουσ)
differenziabile (επίθ.)
differenziale (ουσ αρσ )
differenziale (επίθ.)
differenziamento (ουσ αρσ )
differenziare (ρ. μτβ.)
differenziarsi (ρ. μ. αμτβ.)
differenziato (επίθ.)
differenziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
differenziazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---