Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


differenziaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [differentsjaˈmento]

1 αλλαγή
2 ανομοίωση
3 διάκριση
4 διαφοροποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  differenziale differenziare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

differentemente (επίρ.)
differenza (θηλ.ουσ)
differenziabile (επίθ.)
differenziale (ουσ αρσ )
differenziale (επίθ.)
differenziamento (ουσ αρσ )
differenziare (ρ. μτβ.)
differenziarsi (ρ. μ. αμτβ.)
differenziato (επίθ.)
differenziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
differenziazione (θηλ.ουσ)
differibile (επίθ.)
differimento (ουσ αρσ )
differire (ρ.αμτβ.)
differire (ρ. μτβ.)
differita (θηλ.ουσ)
differito (επίθ.)
difficile (ουσ αρσ )
difficile (επίθ.)
difficilmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---