Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diffìcile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [difˈfiʧile]

1 δύσκολος άνθρωπος
2 δυσκολία

diffìcile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [difˈfiʧile]

1 δύσκολος (-η, -ο)
2 (poco probabile) απίθανος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  differito difficilmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

differimento (ουσ αρσ )
differire (ρ.αμτβ.)
differire (ρ. μτβ.)
differita (θηλ.ουσ)
differito (επίθ.)
difficile (ουσ αρσ )
difficile (επίθ.)
difficilmente (επίρ.)
difficoltà (θηλ.ουσ)
difficoltoso (επίθ.)
diffida (θηλ.ουσ)
diffidare (ρ.αμτβ.)
diffidare (ρ. μτβ.)
diffidente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
diffidentemente (επίρ.)
diffidenza (θηλ.ουσ)
diffondere (ρ. μτβ.)
diffondersi (ρ.μ. (αντων.))
difforme (επίθ.)
difformità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---