Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiffìcile
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [difˈfiʧile] 1 δύσκολος άνθρωπος 2 δυσκολία diffìcile επίθετο Προσφορά I.P.A.: [difˈfiʧile] 1 δύσκολος (-η, -ο) 2 (poco probabile) απίθανος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |