Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diffìda  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [difˈfida]

1 διαμήνυση
2 προειδοποίηση
3 ειδοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  difficoltoso diffidare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

difficile (ουσ αρσ )
difficile (επίθ.)
difficilmente (επίρ.)
difficoltà (θηλ.ουσ)
difficoltoso (επίθ.)
diffida (θηλ.ουσ)
diffidare (ρ.αμτβ.)
diffidare (ρ. μτβ.)
diffidente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
diffidentemente (επίρ.)
diffidenza (θηλ.ουσ)
diffondere (ρ. μτβ.)
diffondersi (ρ.μ. (αντων.))
difforme (επίθ.)
difformità (θηλ.ουσ)
diffrangersi (ρ. μ. αμτβ.)
diffratto (επίθ.)
diffrattometro (ουσ αρσ )
diffrazione (θηλ.ουσ)
diffusamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---