Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diffidenteménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [diffidenteˈmente]

με δυσπιστία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diffidente diffidenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

difficoltoso (επίθ.)
diffida (θηλ.ουσ)
diffidare (ρ.αμτβ.)
diffidare (ρ. μτβ.)
diffidente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
diffidentemente (επίρ.)
diffidenza (θηλ.ουσ)
diffondere (ρ. μτβ.)
diffondersi (ρ.μ. (αντων.))
difforme (επίθ.)
difformità (θηλ.ουσ)
diffrangersi (ρ. μ. αμτβ.)
diffratto (επίθ.)
diffrattometro (ουσ αρσ )
diffrazione (θηλ.ουσ)
diffusamente (επίρ.)
diffusibile (επίθ.)
diffusibilità (θηλ.ουσ)
diffusione (θηλ.ουσ)
diffusivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---