Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


difficoltóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diffikolˈtoso], [diffikolˈtozo]

1 λεπτολόγος
2 ικανοποιούμενος δύσκολα
3 ψιψίρης
4 ψείρας
5 μικρολόγος
6 σιβυλλικός
7 γεμάτος προβλήματα
8 δόλιος
9 δύσκολος
10 γριφώδης
11 δυσεπίλυτος
12 ακανθώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  difficoltà diffida  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

differito (επίθ.)
difficile (ουσ αρσ )
difficile (επίθ.)
difficilmente (επίρ.)
difficoltà (θηλ.ουσ)
difficoltoso (επίθ.)
diffida (θηλ.ουσ)
diffidare (ρ.αμτβ.)
diffidare (ρ. μτβ.)
diffidente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
diffidentemente (επίρ.)
diffidenza (θηλ.ουσ)
diffondere (ρ. μτβ.)
diffondersi (ρ.μ. (αντων.))
difforme (επίθ.)
difformità (θηλ.ουσ)
diffrangersi (ρ. μ. αμτβ.)
diffratto (επίθ.)
diffrattometro (ουσ αρσ )
diffrazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---